κοταίνων

κοταίνων
κοταίνω
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεμέτωρ — νεμέτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, κριτής, τιμωρός, εκδικητής («τώς νιν Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμε τού ρ. νέμω (πρβλ. νέμε σις*) + επίθημα τωρ, πιθ. κατά το γενέ τωρ (βλ. και λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”